- καθιλαρεύομαι
- καθιλαρεύομαιpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθιλαρεύομαι — (Α) γίνομαι ιλαρός, φαιδρός, χαρούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱλαρεύομαι (< ἱλαρός)] … Dictionary of Greek
καθιλαρευσάμενος — καθιλαρεύομαι aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθιλαρευόμενος — καθιλαρεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)